κοπρώδη

κοπρώδη
κοπρώδης
like dung
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κοπρώδης
like dung
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κοπρώδης
like dung
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπροπηλόφυρτος — κοπροπηλόφυρτος, ον (Μ) γεμάτος κοπρώδη πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + πηλός + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, μελί φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • κοπρώδης — ες (ΑM κοπρώδης, ῶδες) [κόπρος (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.) 2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”